- δασκάλεμα
- το [δασκαλεύω]το να δασκαλεύει κανείς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασκάλεμα — το 1. η διδασκαλία. 2. συμβουλή, καθοδήγηση για επιτηδευμένη, ίσως και ψευδή συμπεριφορά: Του έγινε δασκάλεμα για το τι θα πρέπει να πει στη συνέντευξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκάλευμα — και διδασκάλεμα και δασκάλεμα, το (ΜΝ) 1. μάθημα, διδασκαλία, ορμήνεμα 2. εισήγηση που στηρίζεται σε προηγούμενες πληροφορίες … Dictionary of Greek
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
μαστόρεμα — το [μαστορεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, επιδιόρθωση, επισκευή, φτιάξιμο 2. μτφ. εξάσκηση, καθοδήγηση, δασκάλεμα … Dictionary of Greek
νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση … Dictionary of Greek
νουθεσία — η συμβουλή, παραίνεση, ορμήνια, δασκάλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορμήνια — η συμβουλή, νουθεσία, καθοδήγηση, κατήχηση, δασκάλεμα: Ν’ ακούς τις ορμήνιες των γονιών σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)